διεστρατήγουν

διεστρατήγουν
διαστρατηγέω
assume the position of general
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
διαστρατηγέω
assume the position of general
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαστρατηγώ — διαστρατηγῶ ( έω) (AM) 1. εκτελώ ή αναλαμβάνω χρέη στρατηγού, υπηρετώ ως στρατηγός 2. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, στρατηγήματα, μηχανεύομαι 3. σκέπτομαι πονηρά 4. εξαπατώ με στρατήγημα («διεστρατήγουν τους Ρωμαίους» Πολύβ.) 5. φέρω εις πέρας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”